fasi_soyfli-didimoteixo_19311.jpg Περιγραφή ποδοσφαιρικού αγώνα το 1927, στη ντοπιολαλιά των κατοίκων του Σουφλίου!

«Νήλιους καίει κατά καλά. Απού βραδύς, μπάϊα νότσι, αφού στου σαμπάχλαϊ βγήκαν σαλιαρέοι. Α μα κάψα σήμιρα, θιρμασιά σούρθητι.
Του γήπιδου γιουμάτου. Καρκατσέλδοις, Καμπιώτ’, Κουρνουφουλιώτ’. Ήρθαν τσιάκ απ’ του Σαλτίκ. Στ’ Κούτκα ντ’ μπαχτσιά τ’ μηρά, αραδιάσκαν Καμπιώτ’, κείθι μηρά στου γιάρ οι Καρκατσέλδοις.
Μπιλούκια, μπιλούκια μαζόντουναν, ένα καλαμπαλίκ. Ήρθαν κι οι παπέοι, ήφηραν κι τα γκζάνιατς μι τα τσιργούδιατς. Φουρούσαν ούλ κι τα γιουρτινά τσαρχούδιατς.
Τα γκζάνια πλούν σπόρια μπάλκαμπα, μπαμπαλιώρεις τ’ Μίχου κι πατλάκεις απού τσιαρκέζκα καλαμπούκια.
Έκατι, έκατι, ακούου μιά ντιουντιούκα.
Βγήκι διαιτητής μ’ ένα κουντό βρακούδ’ κι κάτ πουδάρεις μαλιαρές. Αυτοί μι τα γυράνια τα βρακούδια είνι Καμπιώτ κι γιάλ μι τσ’ μαλίσοις φανέλοις είνι Καρκατσέλδοις.
Μισοί είνι μι τα κόντζια κι γιάλ μι τα τσιραπούδια. Ούλ’ ητιμάσκαν. Του πιγνίδ αρχινάει.
Τ’ μπάλα τν’ έχ Πουλιόνς. Άει Πουλιόν, κόσια Πουλιόν, άμα Πουλιόνς την κατσιούρτση κι την πήρη Θανάης. Θανάης κουσιάζ, τουν πίπκουσαν, έρθητι Τάσιους σπρώχνη τ’ Μάλια. Μάλια ξιώτι, γκάζκαλάϊ του κιφάλτς κι τ’ σιάπκατς. Λίτσιους, σαβουρντάει την πουδάρατ, την μπουμπνάει μια ντ’ μπάλα, αναφιλέ η Μάλια την καβράτση. Ά μα βάριμα που την καν η Μάλια, πάει στ’ νάλ τ’ μηρά. Κόσια ρε μπίμπουου, κόσιαααα. Κουσιάζ μπίμπους, ντ’ μπουμπνάει μια ντ’ μπάλα κι απηρνάει τα καβακούδια, παέν στα γκιόλια.
Τώρα ούλ μαζώνουντι στου κουϊτουλούκ, στουν ίσκιου. Η μπάλα τσιαμουρλαντίσκι κι χράσκι να φέρουν μουλόχις για να τ’ σφουγκίσουν. Στου ξανάρχιγμα την παίρνει πάλι Πουλιόνς. Κόσια ρε μπίμπουου. Τάσιους έβγαλι τα τσιαραπούδιατ κι έρθητι ξυπόλτους. Ντ’ βαρνάει μια μι του μπάσπαρμάκ. Νάα αβανάκ Τάσιου, ήλιαμ σήμιρα είση ντίμπιντιου αγιάξτους.
Τι γλέπου, θάματ μπιζέρσαν. Όχ(ι), όχ(ι), έκαμαν πάϊντους. Ήπιαν κι απού ένα γκαζόζ να παγαδώσ καταπένουστς. Ά μα δλιά, μι του γκιότουρου την πήραμι. Πάν κάτ γκζάνια στ’ βρύσ, γκουλιαφίσκαν κίφηραν νιρό μι τσ’ κφάδεις. Σάρα, σάρα κίνσαν να νίβουντι. Βγήκι πάλι διαιτητής. Έκατι, θάματ έχασι ντ’ ντιουντιούκατ. Ένας πάπους έκαμι μια ντιουντιούκα απού σουγούτ, τν ίφιρι κι αρχινάει πάλι του πιγνίδ.
Μινέλς κουσιάζ, κάμειν να ντ’ βαρές ντ’ μπάλα, άμα καϊντάει. Κόλιας ρουκώντι μι του γκάγκατ, σαλντούν κι οι δυό μαζί αλλά Μινέλς καϊντάει κι πιπκώντει καταής.
Διαιτητής φουνάζ, σκούζ μι ντιουντιούκατ. Μινέλς δε σκώνιτη. Έκατι, έκατι. Τουν βάρησαν στα μπάμπαλατ. Τ’ Κόλια του κιφάλ έβγαλι γιουγκάδεις. Κίνσαν απ’ όξου να σαβουρντούν μόλια. Κόματι, θα φάμει ξύλου. Μινέλς σκώθκι, πάει Κόλιας να βαρές κιφαλιά, έρθητη Πουλιόνς, τουν βαρνάει μια κλουτσιά στου κοτς. Δε γλέπου καλά. Άμα θάματις, αρχίνσαν να τρέχουν τα γιόματα.
Νήλιους πάει στου Γυμνάσιου τ’ μηρά. Άμα ζέστα ρε πιδιά, ούλ είνι μεσ’ του γίδρου, κόπκαν. Οι Καμπιώτ νταλάκιασαν. Τώρα μπάλα τνέχ Λίτσιους. Τρέχα ρε Πουλιόν, χιτς μη τουν αφήνς. Τρέχ Πουλιόνς, τουν πιρδικλών, τουν ντιβιρντάει μπρούμτα. Τώρα ήταν που κίνσαν για τα καλά να σαβουρντούν μόλια.
Ούλ’ σαλντούν στου γήπιδου τ’ μηρά. Κόσιατι γω λέου. Πάμι σι κανένα τυνχά, αλλιώτκα θα μας γκιουμπανίσουν κι μας.
Σ’ ένα σαγανάκ, ούλ ξέπηξαν κι χάθκη του καλαμπαλίκ απ’ τ’ πρόσωπου τσ’ γής.
* Από το «Σουφλίου εγκώμιον» του συλλέκτη, ιστορικού και συγγραφέα Μιχάλη Πατέλη.